τριχοποιός

τριχοποιός
-όν, ΜΑ
αυτός που γεννά τρίχες ή αυτός που συντελεί στην αύξηση τών τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”